Κυκλώπων

Κυκλώπων
Κύκλωψ
Round-eyed
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Τίρυνθα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Ναυπλίας, του νομού Αργολίδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νέας Τίρυνθας. Στην Τ. άκμασε στην αρχαιότητα ένα από τα σημαντικότερα κέντρα του μυκηναϊκού κόσμου και ειδικότερα της Αργολίδας, τα… …   Dictionary of Greek

  • Σικανός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Συρακούσιος στρατηγός, που πήρε μέρος εναντίον των Αθηναίων στην εκστρατεία της Σικελίας. Αρχικά οι Συρακούσιοι τον είχαν στείλει με δεκαπέντε πλοία στον Ακράγαντα, όπου είχε γίνει στάση, για να επαναφέρει την πόλη… …   Dictionary of Greek

  • Σχερία — Το νησί των Φαιάκων, όπου κατά τον Όμηρο, είχε εξοκείλει ο Οδυσσέας. Κατά την παράδοση, είχαν κατοικήσει σ’ αυτή Φαίακες με επικεφαλής τους το Ναυσίθοο, απόγονο του Ποσειδώνα, όταν εγκαταλείψανε την πατρίδα τους Υπερεία που μαστιζόταν από τις… …   Dictionary of Greek

  • κυκλωπικός — ή, ό [Κύκλωψ] 1. αυτός που αναφέρεται ή έχει σχέση με τους Κύκλωπες 2. αυτός που μοιάζει με τον τρόπο ζωής, την τέχνη ή τα ήθη τών Κυκλώπων …   Dictionary of Greek

  • κυκλώπιος — ία, ο (Α κυκλώπιος, ία, ον, θηλ. και εία και ποιητ. ανώμ. τ. κυκλωπίς, ίδος) [Κύκλωψ] κυκλώπειος νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η κυκλωπία συγγενής τερατογονική παραμόρφωση που χαρακτηρίζεται από συνένωση τών δύο οφθαλμικών κόγχων και την ύπαρξη ενός… …   Dictionary of Greek

  • λεύσσω — (Α) 1. κοιτάζω, βλέπω κάποιον ή κάτι (α. «λεύσσετε γὰρ τό γε πάντες, ὅ μοι γέρας ἔρχεται ἄλλη», Ομ. Ιλ. β. «λεύσσετε... οἷα πάσχω», Σοφ.) 2. απόλ. ρίχνω το βλέμμα μου, ατενίζω (α. «Κυκλώπων ἐς γαῑαν ἐλεύσσομεν», Ομ. Οδ. β. «κυανοῡν δ ὄμμασι… …   Dictionary of Greek

  • πολύφημος — Ένας από τους Κύκλωπες της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, γιος του Ποσειδώνα και της νύμφης Θόωσας. Κατά τον Ευριπίδη, ήταν ο πατέρας των άλλων Κυκλώπων, αλλά σύμφωνα με άλλες παραδόσεις ήταν ο μεγαλύτερος αδελφός τους. Παρουσιάζεται ως… …   Dictionary of Greek

  • Αρμενία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή (περ. 140.000 τ. χλμ.) της δυτικής Ασίας με ασφαλή μάλλον φυσικά σύνορα. Γενικά ως Α. ορίζεται η περιοχή που εκτείνεται σε μήκος μεταξύ του άνω ρου του Ευφράτη και της λεκάνης της Ουρμίας λίμνης και σε πλάτος μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • Βιργίλιος — (Publius Vergilius Maro, Άνδεις [σημερινό Πιέτολε, κοντά στη Μάντοβα] 70 π.Χ. – Μπρίντιζι 19 π.Χ.).Λατίνος ποιητής, από τους κορυφαίους των ρωμαϊκών χρόνων. Ταπεινής καταγωγής, πήγε στο Μιλάνο για να σπουδάσει ρητορική και μετά στη Ρώμη, όπου… …   Dictionary of Greek

  • Σικανία — Αρχαιότατη ονομασία της Σικελίας. Για το όνομα της Σικανίας υπάρχουν δυο εκδοχές: Η μια είναι ότι οφείλεται στο Σικανό, γιο του Βριάρεω και πατέρα των Κυκλώπων. Η άλλη είναι πως προέρχεται από το λαό των Σικανών, που ήρθαν και κατοίκησαν πρώτοι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”